- Κασπίας
- Κασπίᾱς , Κάσπιοςfem acc plΚασπίᾱς , Κάσπιοςfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αζερμπαϊτζάν — I Κράτος της Υπερκαυκασίας, στη ΝΔ Ασία.Συνορεύει με τη Ρωσία στα Β, τη Γεωργία στα ΒΔ, την Αρμενία στα Δ και με το Ιράν, και πιο συγκεκριμένα την επαρχία που αποκαλείται επίσης Α., στα Ν. Όλη η ανατολική του πλευρά βρέχεται από την Κασπία… … Dictionary of Greek
Αστραχάν — (Astrakhan).Πόλη (488.300 κάτ. το 2002) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (44.100 τ. χλμ., 1.018.300 κάτ. το 2002). Την ίδρυσαν οι Τάταροι τον 13o αι. στη δεξιά όχθη του κυριότερου κλάδου του δέλτα του Βόλγα σε απόσταση περίπου 10 χλμ … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Ελμπούρζ ή Αλμπόρζ — (ElburzAlborz). Ορεινή αλυσίδα (ψηλότερη κορυφή στο όρος Νταμαβάντ, 5.605 μ.) του βορείου Ιράν, με συνολικό μήκος περίπου 900 χλμ. Αποτελεί το νότιο όριο του βαθυπέδου της Κασπίας, που το χωρίζει από το ιρανικό οροπέδιο. Εκτείνεται στο τόξο… … Dictionary of Greek
Καρά-Μπογκάζ-Γκολ — (Kara Bogaz Gol). Κόλπος στις ανατολικές ακτές της Κασπίας θάλασσας, στο Τουρκμενιστάν. Χωρίζεται από την επιφάνεια της Κασπίας με δύο χαμηλές αμμώδεις ακτές που σχηματίζουν ανάμεσά τους έναν στενό πορθμό. Τα νερά του έχουν θερμοκρασία 35°C το… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Κουμάνοι — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 131 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Οι Κ. βρίσκονται στο δυτικό τμήμα του νομού, 26 χλμ. Ν της Σπάρτης. Υπάγονται διοικητικά στον δήμο Κροκεών. II Τουρκικός λαός, ο οποίος από τον 10o … Dictionary of Greek
αντακαίος — ἀντακαῑος, ο (Α) 1. είδος ψαριού της Κασπίας και των ποταμών της Σκυθίας 2. ως επίθ. «τάριχος ἀντακαῑον» το χαβιάρι … Dictionary of Greek
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek